- ζωγονώ
- ζωγονώ, -έω (Α)πάπ. (για δέντρα) θάλλω, είμαι σε ακμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -γονω (-γονος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο-γονώ, τεκνο-γονώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek